λαβυρινθῶδες

λαβυρινθῶδες
λαβυρινθώδης
labyrinthine
masc/fem voc sg
λαβυρινθώδης
labyrinthine
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσδιεξίτητος — δυσδιεξίτητος, ον (Α) αυτός απ όπου διέρχεται κανείς με δυσκολία («καὶ γὰρ εἰσελθόντι λαβυρινθῶδες ἐστὶ καὶ δυσδιεξίτητον», Συνέσ.) …   Dictionary of Greek

  • λαβυρινθώδης — ες (Α λαβυρινθώδης, ῶδες) [λαβύρινθος] 1. αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, περίπλοκος, πολύπλοκος («λαβυρινθῶδες οἴκημα», Προκ.) 2. μτφ. δυσνόητος ή αυτός τού οποίου δύσκολα βρίσκει κάποιος τη λύση («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις») …   Dictionary of Greek

  • σπηλιά — Λέγεται και σπήλαιο. Φυσική υπόγεια κοιλότητα, που συγκοινωνεί με την επιφάνεια με κάποιο άνοιγμα ή είναι εντελώς κρυμμένη κάτω από αυτή. Η δημιουργία της οφείλεται πολλές φορές στις μεταπτώσεις του φλοιού της γης, στην επίδραση των κυμάτων κοντά …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ντέμπλιν, Άλφρεντ — (Alfred Doblin, Στεττίνο 1878 – Εμέντινγκεν, Φράιμπουργκ 1957). Γερμανός συγγραφέας. Γονιμότατος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, ο Ν. οφείλει στην εμπειρία του ως γιατρού και ψυχίατρου έναν ακριβή, νέο –από τεχνική και ψυχολογική άποψη–… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”